- κάμνοντος
- κάμνωworkpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπισχύω — Α 1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο 2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.) 3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»] … Dictionary of Greek